- εὑρήματος
- εὕρημαinventionneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
από μηχανής θεός — Δραματουργικό εύρημα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, κατά το οποίο την τελική λύση του περίπλοκου προβλήματος που ανιστορείται θα δώσει –σχεδόν απροσδόκητα– η παρέμβαση κάποιου θεού, που κατεβαίνει στη σκηνή με ειδικό μηχάνημα· χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek
Κυρήνεια ή Κερήνεια — Πόλη (19.000 κάτ. το 2003) της Κύπρου, πρωτεύουσα του ομώνυμου διοικητικού διαμερίσματος (640 τ. χλμ.). Εκτείνεται στη βόρεια ακτή του νησιού και αποτελεί ένα μικρό γραφικό λιμάνι, το οποίο υπήρξε κυρίως τουριστικό κέντρο έως την τουρκική εισβολή … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Μήλου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μήλου στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο, έργο του Ερνέστου Τσίλερ, στην Πλάκα της Μήλου. Η συλλογή του, που εγκαινιάστηκε το 1985, περιλαμβάνει αρχαιότητες που χρονολογούνται από τα προϊστορικά έως τα ρωμαϊκά χρόνια. Στο … Dictionary of Greek
Πιλτντάουν, άνθρωπος του- — Πλαστό απολίθωμα ανθρώπου, η ανακάλυψη του οποίου αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες απάτες στην ιστορία της επιστήμης. Στις 18 Δεκεμβρίου του 1912, ο γεωλόγος Κ. Ντόσον και ο παλαιοντολόγος Σ. Γούντγουορντ παρουσίασαν στη Γεωλογική Εταιρεία του… … Dictionary of Greek
Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… … Dictionary of Greek
Σουόνσκομπ, άνθρωπος του- — Πρωτάνθρωπος που ίχνη του βρέθηκαν στο Κεντ της Μ. Βρετανίας, στην τοποθεσία Σουόνσκομπ (1935). Τα ίχνη του άνθρωπου του Σ. εντοπίστηκαν σε πλειστοκαινικά πετρώματα. Πρόκειται για ένα ινιακό και ένα βρεγματικό οστούν, που μελετήθηκαν από… … Dictionary of Greek
χρονολόγηση (και χρονολογία) — Επιστήμη της οποίας σκοπός είναι η συσχέτιση γεγονότων που έγιναν στο παρελθόν και η τοποθέτησή τους μέσα στον χρόνο. Η χ. βρίσκει τη μεγαλύτερη εφαρμογή της μέσα στον ευρύτατο χώρο των ιστορικών μελετών, στη γεωλογία, στην προϊστορία και στην… … Dictionary of Greek